συντρώγω

συντρώγω
(αόρ. συνέφαγον) αμετ. обедать, есть вместе (с кем-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "συντρώγω" в других словарях:

  • συντρώγω — συντρώγω, συνέφαγα, (να συμφάγω) βλ. πίν. 221 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συντρώγω — ΝΜ τρώω στο ίδιο τραπέζι μαζί με άλλον ή άλλους, παρακάθημαι σε γεύμα μσν. τρώω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους …   Dictionary of Greek

  • μεταδαίνυμαι — (Α) 1. δειπνώ με κάποιον, συντρώγω («οὐ σός γε πατὴρ μεταδαίνυται ἡμῑν», Ομ. Ιλ.) 2. παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω (α. «ἵνα δὴ καὶ ἐγὼ μεταδαίσομαι ἱρῶν», Ομ. Ιλ. β. «αὐτὸς ὅπως ἐθέλεις μεταδαίνυσο», Κόιντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + δαίνυμαι… …   Dictionary of Greek

  • ομοσιτώ — (Α ὁμοσιτῶ, έω) [ομόσιτος] τρώω μαζί με κάποιον άλλο στο ίδιο τραπέζι, συντρώγω …   Dictionary of Greek

  • παραδαίνυμαι — ΜΑ τρώγω μαζί με κάποιον, συντρώγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + δαίνυμαι «τρώγω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεσθίω — ΜΑ 1. τρώω μαζί με άλλον, συντρώγω («Πέτρος... μετὰ τῶν ἐθνῶν συνήσθιεν», Ωριγ.) 2. τρώω κάτι μαζί με κάτι άλλο («πικρίδας συνήσθιε τοῑς ἄρτοις τοῑς οὐκ ἐζυμωμένοις», Κύρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐσθίω «τρώω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεστιώ — άω ΜΑ [ἑστιῶ] 1. φιλοξενώ στο σπίτι μου, παραθέτω γεύμα 2. μέσ. συνεστιῶμαι, άομαι συντρώγω, είμαι καλεσμένος στο ίδιο γεύμα με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • συσσιτώ — συσσιτῶ, έω, ΝΑ [σύσσιτος] τρώγω μαζί με άλλους, συντρώγω (α. «οὔτε γὰρ συσσιτήσας τούτῳ οὐδεὶς φανήσεται οὐδὲ σύσκηνος γενόμενος», Αριστοφ. β. «συσσιτοῡμεν... ἐγώ τε καὶ Μελησίας», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»